ερημόσπιτο

ερημόσπιτο
το заброшенный дом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ερημόσπιτο" в других словарях:

  • ερημόσπιτο — το 1. το σπίτι που βρίσκεται στην ερημιά, το ερημικό σπίτι 2. το εγκαταλελειμμένο, το ρημαγμένο, το κατερειπωμένο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + σπίτι] …   Dictionary of Greek

  • ερημοσπίτης — ο [ερημόσπιτο] 1. αυτός που το σπίτι του δυστυχεί, στερείται τα απαραίτητα, που έχει το σπίτι του στερημένο από τα αναγκαία εφόδια 2. αυτός που δεν πρόκοψε, ο απόκληρος τής ζωής «απρόκοφτος κι ερημοσπίτης») 3. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι… …   Dictionary of Greek

  • ερμόσπιτο — το βλ. ερημόσπιτο …   Dictionary of Greek

  • Ντούροφ, Ναγκέζντα Αντρέγιβνα — (1790 – 1866). Ρωσίδα συγγραφέας από Ελληνίδα μητέρα. Η μητέρα της είχε υπηρετήσει στα ελληνικά τάγματα των Αμαζόνων της Κριμαίας, στα χρόνια της Αικατερίνης B’. Ακολουθώντας το παράδειγμα της, κατατάχτηκε σ’ ένα σύνταγμα ουλάνων και πήρε μέρος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»